περνοδιαβαίνω

περνοδιαβαίνω
περνοδιάβηκα, περνώ συχνά από κάπου, συχνοδιαβαίνω, συχνοπερνώ: Γιατί περνοδιαβαίνεις κάθε λίγο απ' εδώ;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περνοδιαβαίνω — Ν περνώ και διαβαίνω, περνώ κατ επανάληψη από δρόμο, σπίτι ή γειτονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περνώ + διαβαίνω (πρβλ. ανεβοκατεβαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • περνοδιαβασιά — η, Ν [περνοδιαβαίνω] 1. το να περνοδιαβαίνει κανείς από ένα μέρος 2. διάβαση, πέρασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”